- κυνοσουρίς
- κῠνοσ-ουρίς, ίδος, ἡ,A a breed of Spartan hounds, from the Laced. tribe so called, Call.Dian. 94.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυνοσουρίς — κυνοσουρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. είδος γρήγορου κυνηγετικού σκυλιού 2. κυνόσουρα* 3. φρ. «κυνοσουρὶς ἄρκτος» η Μικρά Άρκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κυνοσουρίς, ο νομ. λακωνικής φυλής. Η λ. με τη δεύτερη σημ. συνδέεται με τον τ. κυνόσουρα] … Dictionary of Greek
κυνοσουρίς — a breed of Spartan hounds fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοσουρίδα — κυνοσουρίς a breed of Spartan hounds fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοσουρίδας — κυνοσουρίς a breed of Spartan hounds fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοσουρίδες — κυνοσουρίς a breed of Spartan hounds fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοσουρίδος — κυνοσουρίς a breed of Spartan hounds fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)